- απολαύω
- (AM ἀπολαύω)1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαινεοελλ.(με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματοςαρχ.1. βγαίνω ωφελημένος2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀπολαύοντεςαυτοί που καρπώνονται τον κόπο των άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + *λαύω. Το β' συνθετικό συνδέεται με το αττ. λεία, δωρ. λᾱ-Fίā και πιθ. με το λαρός «ευχάριστος» από τα οποία συνάγεται θ. *law- ή *lāw-, που απαντά επίσης στα γοτθ. lăun «μισθός», (αρχ. σλαβ.) lovŭ «λεία», λατ. lūctum «κέρδος» κ.λπ.ΣΥΝΘ. εναπολαύω, επαπολαύω, παραπολαύω, προαπολαύω, προσαπολεύω, συναπολαύω].
Dictionary of Greek. 2013.